- προσπεριβάλλω
- Α·1. (σχετικά με επίδεσμο) περιτυλίγω επιπροσθέτως2. (το ενεργ. και το μέσ.) (σχετικά με οχυρωματικά ή παρόμοια έργα) οικοδομώ, κτίζω επιπροσθέτως γύρω από κάτι («τὸ περιτείχισμα..., ὅ προσπεριέβαλε τῇ πόλει», Θουκ.)3. μτφ. καλύπτω κάτι επί πλέον («ὄγκον τοῑς νοήμασι προσπεριβάλλειν», Φίλ.)4. μέσ. προσπεριβάλλομαια) εγείρω, οικοδομώ ολόγυρά μου κάτι ακόμη («χώραν... προσεκτήσατο καὶ τείχη προσπεριεβάλετο», Ισοκρ.)β) περικυκλώνω επιπροσθέτως («τὸν πεζὸν στρατὸν ταῑς ναυσὶ προσπεριβάλλεσθαι», Πλούτ.)γ) επιζητώ, προσπαθώ να αποκτήσω περισσότερα από όσα ήδη έχωδ) παθ. περιβάλλομαι με επίδεσμο ακόμη μια φορά.
Dictionary of Greek. 2013.