προσπεριβάλλω

προσπεριβάλλω
Α·1. (σχετικά με επίδεσμο) περιτυλίγω επιπροσθέτως
2. (το ενεργ. και το μέσ.) (σχετικά με οχυρωματικά ή παρόμοια έργα) οικοδομώ, κτίζω επιπροσθέτως γύρω από κάτι («τὸ περιτείχισμα..., ὅ προσπεριέβαλε τῇ πόλει», Θουκ.)
3. μτφ. καλύπτω κάτι επί πλέον («ὄγκον τοῑς νοήμασι προσπεριβάλλειν», Φίλ.)
4. μέσ. προσπεριβάλλομαι
α) εγείρω, οικοδομώ ολόγυρά μου κάτι ακόμη («χώραν... προσεκτήσατο καὶ τείχη προσπεριεβάλετο», Ισοκρ.)
β) περικυκλώνω επιπροσθέτως («τὸν πεζὸν στρατὸν ταῑς ναυσὶ προσπεριβάλλεσθαι», Πλούτ.)
γ) επιζητώ, προσπαθώ να αποκτήσω περισσότερα από όσα ήδη έχω
δ) παθ. περιβάλλομαι με επίδεσμο ακόμη μια φορά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προσπεριβάλωνται — προσπεριβάλλω put round besides aor subj mp 3rd pl προσπεριβά̱λωνται , προσπεριβάλλω put round besides aor subj mid 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπεριβαλλομένου — προσπεριβάλλω put round besides pres part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπεριβαλλέσθω — προσπεριβάλλω put round besides pres imperat mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπεριβαλλόμενοι — προσπεριβάλλω put round besides pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπεριβαλέσθαι — προσπεριβάλλω put round besides aor inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπεριβαλόντες — προσπεριβάλλω put round besides aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπεριβαλών — προσπεριβάλλω put round besides aor part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπεριβεβλημένοι — προσπεριβάλλω put round besides perf part mp masc nom/voc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπεριβεβλῆσθαι — προσπεριβάλλω put round besides perf inf mp (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπεριβάλλειν — προσπεριβάλλω put round besides pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”